Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μάταιος κόσμος

  • 1 μάταιος

    μάταιος, -α/η, -ο — напрасный, суетный, тщетный;
    ΦΡ.
    επί ματαίω — всуе, зря, напрасно
    αφήνω / εγκαταλείπω τον μάταιο τούτο κόσμο — оставлять / покидать этот суетный мир, умирать
    Этим.
    дргр. μάτα-ιος < μάτη < μάτην «напрасно, бесцельно»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μάταιος

  • 2 μάταιος

    μάταιος, αία, αιον (Pind., Hdt. et al.; PEdg 11, 3 [=Sb 6717], 3 [257 B.C.]; POxy 58, 20; LXX, En; OdeSol 11:9; TestAbr A 1 p. 78, 9 [Stone p. 4] [κόσμος]; Test12Patr; ApcMos 25; EpArist, Philo; Jos., C. Ap. 1, 6; Just.; Ath., R. 9 p. 58, 4 al.) also, as somet. in Attic wr., varying betw. two and three endings (B-D-F §59, 2; Mlt-H. 157) pert. to being of no use, idle, empty, fruitless, useless, powerless, lacking truth (Hippol., Ref. 4, 2) τούτου μ. ἡ θρησκεία this person’s worship is worthless Js 1:26; νηστεία μ. useless fasting Hs 5, 1, 4; ἀνωφελὴς καὶ μ. useless and fruitless Tit 3:9. ἐλπίς vain, empty (Artem. 1, 67 p. 62, 5; Lucian, Alex. 47; Is 31:2) 16:2. διαλογισμοὶ foolish thoughts 1 Cor 3:20 (Ps 93:11). φροντίδες 1 Cl 7:2. ἐπιθυμία futile desire, directed toward worthless things Hm 11:8; pl. 2 Cl 19:2; Hm 12, 6, 5. πίστις μ. empty 1 Cor 15:17. τρυφαί idle luxury Hs 6, 2, 2. ἐπιθυμία ἐδεσμάτων πολλῶν ματαίων a desire for many needless things to eat m 12, 2, 1. οἰκήματα dwellings that will pass away Hs 1:1. ἡ μ. στάσις futile dissension 1 Cl 63:1. ἡ μ. ἀναστροφή futile way of living 1 Pt 1:18.—μάταιον (sc. ἐστίν) it is useless 2:5 (Is 1:13; δοκεῖ μοι εἶναι μ. Orig., C. Cels. 2, 32, 19). οὐ μὴ λάβῃς ἐπὶ ματαίῳ τὸ ὄνομα κυρίου you must never use the Lord’s name for an unworthy purpose 19:5 (Ex 20:7; Dt 5:11).—(μάταιοι οὖν οἱ ἀπὸ Οὐαλεντίνοι, τοῦτο δογματίζοντες Iren. 5, 1, 2 [Harv. II 316, 9] cp. 3, 11, 9 [Harv. II 50, 12]).—Subst. μάταια what is worthless, empty (Vett. Val. 356, 16; Zech 10:2; Pr 12:11; OdesSol 16:9; Jos., Bell. 7, 330) ἀγαπᾶν 20:2; D 5:2; λαλεῖν IPhld 1:1. τὰ μάταια (or οἱ μάταιοι, i.e. θεοί) idols (Esth 4:17p; Jer 2:5; 8:19; 3 Macc 6:11) Ac 14:15.—DELG s.v. μάτη. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μάταιος

  • 3 μάταιος

    η, ο [α, ον] напрасный, тщетный; пустой;

    μάταιος κόπος — напрасный труд;

    μάταιη ελπίδα — тщетная надежда;

    μάταιες προσπάθειες — тщетные усилия;

    μάταια όνειρα — пустые мечты;

    § μάται κόσμος — суетный свет;

    επί ματαίω зря, напрасно, тщетно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάταιος

См. также в других словарях:

  • μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»